Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐκ προσθέσεως

См. также в других словарях:

  • προσθέσεως — προσθέσεω̆ς , πρόσθεσις application fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… …   Dictionary of Greek

  • προσεταιριστικός — ή, ό, Ν [προσεταιρίζομαι] φρ. «προσεταιριστικοί νόμοι» μαθ. δύο νόμοι που σχετίζονται με τις αριθμητικές πράξεις τής προσθέσεως και τού πολλαπλασιασμού και οι οποίοι συμβολικά γράφονται α + (bc) = (ab) + c και a(bc) = (ab)c …   Dictionary of Greek

  • συστολή — η, ΝΜΑ [συστέλλω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση 2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου τού σώματος, όπως λ.χ. τής καρδιάς ή τής μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»