-
1 προσθέσεως
προσθέσεω̆ς, πρόσθεσιςapplication: fem gen sg (attic) -
2 πρόσθεσις
πρόσ-θεσις, εως ([dialect] Dor. [full] ποτίθεσις SIG569.25 (Halasarna, iii B.C.)), ἡ, ([etym.] προστίθημι)A application,ναρθήκων Hp.Fract.6
; of pessaries, Id.Mul.1.11 (pl.), Nat.Mul.11; of ladders, π. [κλίμακος] Th.4.135, cf. Plb.5.60.7; of the cupping-instrument, Arist.Rh. 1405b3; κόμης προσθέσεις the use of false hair, Philostr.Ep.22: metaph., Phld.Sign. 26.II administration of food, nourishment, Hp.Aph. 1.19 (pl.), Gal.Nat.Fac.1.11, 17(2).364.III addition,διὰ τὴν π. τοῦ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ Pl.Phd. 97a
, cf. 101b, 101c;αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν Arist.GC 333b1
, cf. Ph. 245a27; opp. ἀφαίρεσις, ib. 190b6, Hp.Acut.38; so in arithmetical sense, ἀριθμεῖσθαι κατὰ π. Arist. Metaph. 1081b14, cf. 1092b31.2 in the Logic of Aristotle, addition of marks (such as properties, accidents, and the like ) to determine a general term, Int. 21b27, Metaph. 1029b30; ἀκρατὴς κατὰ πρόσθεσιν with a difference, opp. ἁπλῶς, Arist.EN 1148a10; ὁ ἐκ προσθέσεως λόγος, opp. ὁ ἐξ ἀφαιρέσεως, Id.Metaph. 1030b15; hence ἐκ προσθέσεως, of mixed, opp. ἐξ ἀφαιρέσεως, of pure sciences, Id.Cael. 299a17; ἡ ἐξ ἐλαττόνων [ἐπιστήμη], opp. ἡ ἐκ π., of arithmetic opp. geometry, Id.APo. 87a34, cf.Metaph. 982a27.VI π. τοῦ ἡλίου increase of the sun's heat, i.e. spring, PMag.Leid.W.9.48.VII in Music, pause of two time-units, Aristid.Quint.1.18.VIII ([etym.] προστίθεμαι) assent, Arr.Epict.1.4.11;ψεύδεσι Stoic.3.147
.2 aid, succour,π. τοῦ θεοῦ Polyaen.2.3.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσθεσις
-
3 συστολή
A drawing together, drawing up, contraction, σ. εἰς αὑτάς (of souls in pain) Plu.2.564b; [τὴν ψυχὴν] ποτὲ μὲν εἰς ἡδονὰς καὶ διαχύσεις ἄγεσθαι, ποτὲ δὲ εἰς οἴκτους καὶ συστολάς Ptol. Harm.3.7
; λύπη ἐστὶν ἄλογος ς. Stoic.3.95, cf. Thphr.Fr.77, Zeno Stoic.1.51, Epicur.Fr. 410; esp. in Medic., a contraction of the heart or lungs, opp. διαστολή, Herophil. ap. Placit.4.22.3;σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ σ. καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Gal.8.700
; of other organs, [ τῆς μήτρας] Sor.1.70b;συστολαί τινες ἀνειδεῖς εἰς ἄρθρα Alex.Trall. Verm.p.589
P., cf. Gal.18(2).128.4 Gramm., change of a long vowel into a short, e.g. ξερόν for ξηρόν, A.D.Synt.281.7;σ. Ἰωνικὴ ἢ ποιητική EM735.51
; also pronouncing as short a syllable that is strictly long, D.H.Comp.25, D.T.633.12, S.E.M.1.108.9 in fevers, remission, Alex.Trall.Febr.4; but also a chill, the cold stage of ague, Gal.7.428.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστολή
-
4 ἀφαίρεσις
A taking away, carrying off, remoual, Pl.Cri. 46c (pl.); putting off,τοῦ θνητοῦ Hierocl. in CA27p.483M.
; opp. πρόσθεσις, Plu.Lyc.13 (pl.).2 as law-term, assertion of freedom of a reputed slave, Hyp.Fr.23.3 amputation, Archig. ap. Orib.47.13.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφαίρεσις
-
5 πρόσθεσις
πρόσθεσις, εως, ἡ (προστίθημι; Thu. et al.; ins, pap, LXX, Philo, in every case in a different sense than in the NT, such as ‘application’, etc.; e.g. Polyaenus 2, 3, 8 πρόσθεσις τοῦ θεοῦ=‘God’s [supportive] presence’) presentation ἄρτοι τῆς προσθέσεως (for προθέσεως) (sacred) loaves of presentation Mt 12:4 D=Mk 2:26 D=Lk 6:4 D, s. πρόθεσις 1.—DELG s.v. τίθημι. Sv.
См. также в других словарях:
προσθέσεως — προσθέσεω̆ς , πρόσθεσις application fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… … Dictionary of Greek
προσεταιριστικός — ή, ό, Ν [προσεταιρίζομαι] φρ. «προσεταιριστικοί νόμοι» μαθ. δύο νόμοι που σχετίζονται με τις αριθμητικές πράξεις τής προσθέσεως και τού πολλαπλασιασμού και οι οποίοι συμβολικά γράφονται α + (bc) = (ab) + c και a(bc) = (ab)c … Dictionary of Greek
συστολή — η, ΝΜΑ [συστέλλω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση 2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου τού σώματος, όπως λ.χ. τής καρδιάς ή τής μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ … Dictionary of Greek